καταμετρησις

καταμετρησις
    καταμέτρησις
    κατα-μέτρησις
    -εως ἥ измерение, обмер Polyb., Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καταμετρησις" в других словарях:

  • καταμέτρησις — measuring out fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμετρήσει — καταμέτρησις measuring out fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταμετρήσεϊ , καταμέτρησις measuring out fem dat sg (epic) καταμέτρησις measuring out fem dat sg (attic ionic) καταμετρέω measure out aor subj act 3rd sg (epic) καταμετρέω measure out… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμετρήσεις — καταμέτρησις measuring out fem nom/voc pl (attic epic) καταμέτρησις measuring out fem nom/acc pl (attic) καταμετρέω measure out aor subj act 2nd sg (epic) καταμετρέω measure out fut ind act 2nd sg καταμετρέω measure out aor subj act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμετρήσεσι — καταμέτρησις measuring out fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμέτρησιν — καταμέτρησις measuring out fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμέτρηση — η (AM καταμέτρησις) [καταμετρώ] η ακριβής μέτρηση (α. «καταμέτρηση οικοπέδων» β. «άρχισε η καταμέτρηση τών ψήφων») …   Dictionary of Greek

  • καταμετρήσεως — καταμετρήσεω̆ς , καταμέτρησις measuring out fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμετρήσῃ — καταμετρήσηι , καταμέτρησις measuring out fem dat sg (epic) καταμετρέω measure out aor subj mid 2nd sg καταμετρέω measure out aor subj act 3rd sg καταμετρέω measure out fut ind mid 2nd sg καταμετρέω measure out aor subj mid 2nd sg καταμετρέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»